- ισοϋψής
- ης, ες имеющий одинаковую высоту;
ισοϋψεις καμπύλαι ( — или γραμμαί) геогр. — изогипсы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοϋψεις καμπύλαι ( — или γραμμαί) геогр. — изогипсы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἰσουψής — of equal height masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοϋψής — ες (ΑΜ ἰσοϋψής, ές) αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα») νεοελλ. φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο 2) «ισοϋψής καμπύλη» καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό… … Dictionary of Greek
ισοϋψής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει το ίδιο ύψος: Ισοϋψείς καμπύλες. – Ισοϋψείς κορυφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσουψῆ — ἰσουψής of equal height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσουψής of equal height masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσουψής of equal height masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουψεῖ — ἰσουψής of equal height masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰσουψής of equal height masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουψεῖς — ἰσουψής of equal height masc/fem acc pl ἰσουψής of equal height masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουψές — ἰσουψής of equal height masc/fem voc sg ἰσουψής of equal height neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουψοῦς — ἰσουψής of equal height masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσουψέσι — ἰσουψής of equal height masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισοκόρυφος — ἰσοκόρυφος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής 2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλο… … Dictionary of Greek